Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017 η εγκύκλιος του υφυπουργού Εργασίας, Αναστάσιου Πετρόπουλου, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών εργαζόμενων – ελεύθερων επαγγελματιών οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκι) από έως δύο πρόσωπα, φυσικά ή νομικά.
Θεωρώντας ότι προκύπτει αποκλειστικότητα ως προς το πρόσωπο που αποδέχεται τις υπηρεσίες ελεύθερων επαγγελματιών οι οποίοι υπάγονταν μέχρι πρότινος στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ ή του ΕΤΑΑ και οι οποίοι παρέχουν διαρκώς τις υπηρεσίες τους σε έως δύο αντισυμβαλλόμενους, οι ασφαλιστικές εισφορές έναντι κύριας σύνταξης (20% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής), βαραίνει κατά 13,33% τον λήπτη των υπηρεσιών και κατά 6,67% τον ασφαλισμένο. Βάσει του ίδιου σκεπτικού, επιμερίζονται επίσης οι εισφορές για επικουρική σύνταξη και εφάπαξ παροχές.
Η εγκύκλιος προσπαθεί επίσης να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο θα εξακριβώνεται ότι ο ασφαλισμένος πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος προκειμένου να ασφαλιστεί ως μισθωτός. Έτσι λοιπόν:
1. Ο ασφαλισμένος που αιτείται τον επιμερισμό των ασφαλιστικών του εισφορών θα πρέπει να αναγράφει στο δελτίο που εκδίδει ότι υπάγεται στην εν λόγω ρύθμιση, ο δε αντισυμβαλλόμενος θα υποχρεούται να υποβάλει για τον ασφαλισμένο ΑΠΔ ενεργοποιώντας αυτομάτως τον επιμερισμό των ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τα παραπάνω.
2. Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αρνηθεί να υποβάλει ΑΠΔ, ο παρέχων τις υπηρεσίες θα πρέπει να υποβάλει στον ΕΦΚΑ υπεύθυνη δήλωση αναφέροντας τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου ο οποίος αρνήθηκε να επωμιστεί τις ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν. Μέχρι την επίλυση της διαφοράς από τα όργανα του ΕΦΚΑ, ο ασφαλισμένος θα αναγκάζεται να αποδίδει ο ίδιος το σύνολο των εισφορών, ως μη μισθωτός.
3. Εξακολουθεί να ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών (€ 70.329,60). Σε συμβάσεις με ετήσια διάρκεια οι εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού του δελτίου παροχής υπηρεσιών, ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει το μηνιαίο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών (€ 5.860,80), υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ορίου σε ετήσια βάση. Σε συμβάσεις με διάρκεια μικρότερη του έτους οι εισφορές κατανέμονται ομοιόμορφα στους μήνες που αφορά, ενώ λαμβάνεται υπόψιν το ανώτατο όριο των € 5.860,80 σε μηνιαία βάση.
4. Αν από την σύμβαση προκύπτει μηνιαία αμοιβή μικρότερη της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών (€ 586,08), ο ασφαλισμένος υποχρεούται να αποδώσει την διαφορά των οφειλόμενων εισφορών κατόπιν σχετικής εκκαθάρισης στο τέλος κάθε έτους.
5. Σε περίπτωση που κατά την διάρκεια ενός έτους ο ασφαλισμένος εκδώσει δελτίο παροχής υπηρεσιών σε περισσότερους από δύο αντισυμβαλλόμενος, το γνωστοποιεί στον ΕΦΚΑ με σχετική του αίτηση προκειμένου από τότε και στο εξής να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές ως μη μισθωτός, απαλλάσσοντας τους αντισυμβαλλόμενούς του από την σχετική υποχρέωση. Στο τέλος του έτους πραγματοποιείται εκκαθάριση προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι καταβληθείσες εισφορές υπολείπονται ή υπερβαίνουν τις οφειλόμενες (σύμφωνα με τα εισοδήματα του πιο πρόσφατα εκκαθαρισμένου έτους, όπως ισχύει για τους αυτοαπασχολούμενους).
6. Οι έμμισθοι δικηγόροι καταβάλλουν εισφορές ως μισθωτοί για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών, ενώ οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιρειών καταβάλουν εισφορές ως μη μισθωτοί
7. Αν ένας εργαζόμενος σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας λαμβάνει αποδοχές και μέσω δελτίου παροχής υπηρεσιών από τον ίδιο εργοδότη, τότε για το σύνολο των αποδοχών που λαμβάνει καταβάλλει εισφορές ως μισθωτός. Αν όμως παρέχει υπηρεσίες ως μισθωτός σε έναν εργοδότη και λαμβάνει αμοιβές μέσω δελτίου παροχής υπηρεσιών από άλλο εργοδότη τότε εμπίπτει στις διατάξεις περί παράλληλης ασφάλισης του αρ.36 Ν.4387/2016 και καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές ως μισθωτός για τις πρώτες αποδοχές και ως αυτοαπασχολούμενος για τις δεύτερες.
8. Ως αντισυμβαλλόμενος, για την ερμηνεία των παραπάνω, δεν λογίζεται απαραιτήτως μια νομική οντότητα αλλά και περισσότερα νομικά πρόσωπα τα οποία “συνδέονται μεταξύ τους με κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή άσκησης αυτής”. Συνεπώς, δύο εταιρείες οι οποίες λόγου χάριν λειτουργούν στον ίδιο χώρο, ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο ή απασχολούν κοινό προσωπικό για την επίτευξη κοινού οικονομικού σκοπού θεωρούνται για τον νομοθέτη ως ένας αντισυμβαλλόμενος.