Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εξέδωσε πρόσφατα μία απόφαση αναφορικά με την κοινή δήλωση συζύγων με διαφορετική φορολογική κατοικία για τα εισοδήματά τους.
Πιο συγκεκριμένα, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ Χολαργού, ακολουθώντας τις αποφάσεις της Διοίκησης αρνήθηκε σε φορολογούμενο κάτοικο εξωτερικού (Γερμανό υπήκοο) να εκκαθαρίσει την δήλωση που υπέβαλε με την σύζυγό του, η οποία διαμένει στην Ελλάδα χωρίς να συμπεριλάβει τα εισοδήματά του ως αρχιτέκτονα στην Γερμανία. Το σκεπτικό της απόρριψης του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ήταν ότι ως έγγαμος υποχρεούται να υποβάλει κοινή δήλωση με την γυναίκα του, η οποία ήταν δημόσιος υπάλληλος και θεωρούνταν και οι δύο κάτοικοι Ελλάδας με υποχρέωση δήλωσης του παγκόσμιου εισοδήματός τους στην Ελλάδα.
Η υπόθεση κατέληξε στο ΣτΕ για να κρίνει το ανωτέρω ζήτημα. Το ΣτΕ λοιπόν με την απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό του Προϊσταμένου της ΔΟΥ και αποφάνθηκε ότι βάσει των γενικότερων κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων της εποχής και ανάλογα με τα συγκεκριμένα δεδομένα των συζύγων είναι νοητή η χωριστή κατοικία αυτών.
Επίσης, σε περίπτωση που έγγαμο φυσικό πρόσωπο δεν είναι υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι το ίδιο δεν έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, δεν τίθεται θέμα υποβολής κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος κατά το άρθρο 67 παρ.4 του Ν. 4172/2013, με τον ή τη σύζυγό του αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι ο ή η σύζυγος είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας και τούτο ανεξαρτήτως αν η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης είναι ή όχι σύμφωνη με τις διατάξεις υπερνομοθετικής ιαχύος.
Το ΣτΕ επισήμανε επίσης ότι δεν ασκούν επιρροή, με την έννοια ότι δεν συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης, περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος (μη πρόβλεψη στο εν λόγω σύστημα της δυνατότητας υποβολής δήλωσης από τον ένα μόνο σύζυγο, όταν ο άλλος δεν είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας), διότι το σύστημα θα πρέπει να προσαρμόζεται στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του συστήματος. Με άλλα λόγια, θα πρέπει και το taxis να εναρμονιστεί ώστε να δέχεται χωριστές δηλώσεις.
Τέλος, σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος Ελλάδας δεν τίθεται θέμα διευθέτησης περίπτωσης διπλής κατοικίας και άρσης σύγκρουσης της φορολογικής εξουσίας της Ελλάδας κι εκείνης άλλου κράτους ώστε να πρέπει να γίνει προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης περί αποφυγής διπλής φορολογίας.